χωρομετρικός

χωρομετρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωρομέτρηση ή στο χωρομέτρη: Η χωρομέτρηση γίνεται με χωρομετρικά όργανα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωρομετρικός — ή, ό, Ν [χωρομέτρης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρομέτρη ή στην χωρομετρία («χωρομετρικά όργανα»). επίρρ... χωρομετρικώς και χωρομετρικά Ν με χωρομετρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • γεωδαιτικός — ή, ό ο σχετικός με τη γεωδαισία, ο χωρομετρικός: Γεωδαιτικά όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”